λεοντοῦχος

λεοντοῦχος
λεοντοῦχος, ον, ([etym.] ἔχω)
A holding a lion, epith. of Asclepios at Ascalon, Marin.Procl.19.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • λεοντούχος — λεοντοῡχος, ον (Α) αυτός που έχει λιοντάρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεοντ(ο) * + οῦχος (< ἔχω), πρβλ. κλειδ ούχος, τροπαι ούχος] …   Dictionary of Greek

  • λεοντοῦχος — holding a lion masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεοντοῦχον — λεοντοῦχος holding a lion masc/fem acc sg λεοντοῦχος holding a lion neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεοντούχῳ — λεοντοῦχος holding a lion masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ούχος — (ΑΜ οῡχος) μορφή στην οποία απαντά το ρ. έχω ως β συνθετικό < οοχος με συναίρεση από ονόματα με θεμ. φωνήεν ο (πρβλ. τροπαι ούχος < τρόπαιον, κληρ ούχος < κλήρος, γαλακτ ούχος < γάλα, ακτος). Τα σύνθ. σε ούχος σημαίνουν τον κάτοχο… …   Dictionary of Greek

  • λεοντ(ο)- — (AM λεοντ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής, που ανάγεται στη λ. λέων (θ. λεοντ ) και έχει τη σημ. ότι αυτό που δηλώνεται από το β συνθετικό αναφέρεται στο λιοντάρι (πρβλ. λεοντάγχης, λεοντοβότος, λεοντομάχος) ή έχει χαρακτηριστικά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”